Μόντριαν, Πέτερ Κορνέλις — (Peter Cornelis Mondrian ή Mondriaan, Άμερσφορτ 1872 – Νέα Υόρκη 1944). Ολλανδός ζωγράφος. Σε ηλικία 20 ετών παρά τη θέληση του πατέρα του που επιθυμούσε να γίνει δάσκαλος, παρακολούθησε μαθήματα στην Ακαδημία Καλών Τεχνών του Άμστερνταμ όπου… … Dictionary of Greek
Άσμπγιερνσεν, Πέτερ Κρίστεν — (Peter CristianAsbjörnsen, Όσλο 1812 – 1885). Νορβηγός συγγραφέας και φυσιοδίφης. Σπούδασε ιατρική και φυσικές επιστήμες και έγραψε μελέτες με θέματα φυσικής και δασοκομίας. Δημοσίευσε επίσης συλλογές νορβηγικών λαϊκών παραμυθιών (1842, 1844,… … Dictionary of Greek
Βάις, Πέτερ — (Peter Weiss, Βερολίνο 1916 – 1982). Γερμανός λογοτέχνης, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης και ζωγράφος. Λόγω της εβραϊκής καταγωγής του, το 1934 υποχρεώθηκε να φύγει από τη ναζιστική Γερμανία και αφού πέρασε από την Αγγλία και την Πράγα (1936… … Dictionary of Greek
Λέλι, Πέτερ — (Sir Peter Lely, Βεστφαλία 1618 – Λονδίνο 1680). Γερμανός ζωγράφος. Ήταν μαθητής του Πέτερ Γκρέμπερ και πολύ σύντομα έγινε προσωπογράφος της βασιλικής και της ανώτατης αγγλικής αριστοκρατίας. Ο Λ. ονομάστηκε από τον Κάρολο Β’ ιππότης και «πρώτος… … Dictionary of Greek
Άιμπεργκ, Πέτερ Αντρέας — (Peter Andreas Heiberg,Βόρντιμποργκ 1758 – Παρίσι 1841). Δανός πολιτικός συγγραφέας και ποιητής. Για τις προοδευτικές του ιδέες, φυλακίστηκε πολλές φορές και στο τέλος εξορίστηκε. Άσκησε τα επαγγέλματα του παιδαγωγού, του συμβολαιογράφου και από… … Dictionary of Greek
Ανγκιέρα, Πέτερ Μαρτίρ ντ’- — (Peter Martyr d’ Anghiera, Αρόνα, Ιταλία 1457 – Γρανάδα, Ισπανία 1526). Ιταλός ιστορικός και γεωγράφος. Πήγε στη Ρώμη περίπου στο 1478 και έγινε γραμματέας του κυβερνήτη Φραντσέσκο Νέγκρο. Αργότερα, μπήκε στην υπηρεσία του κόμητα της Τεντίλα, τον … Dictionary of Greek
Βάαγκε, Πέτερ — (Peter Waage, Φλεκεφιόρδ 1833 – Όσλο 1900). Νορβηγός χημικός. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο της Χριστιανίας (σημερινό Όσλο) και υπήρξε μαθητής του χημικού Ρόμπερτ Μπούνσεν στη Γερμανία. Το 1862 έγινε διευθυντής του χημικού εργαστηρίου και καθηγητής… … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Πέτερ — (Peter Wagner, 1730 1809). Γερμανός γλύπτης. Δούλεψε στο Βίρτσμπουργκ και στην Κάτω Φραγκονία, όπου αναδείχθηκε ως τελευταίος εκπρόσωπος του ύστερου μπαρόκ. Από το 1770 έτεινε προς τον κλασικισμό. Από τα έργα του ξεχωρίζει η διακόσμηση του… … Dictionary of Greek
Βάγκνερ, Πέτερ Γιόζεφ — (Peter Joseph Wagner, 1865 1931). Γερμανός μουσικολόγος. Σπούδασε στο πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και παρακολούθησε στο Βερολίνο τις παραδόσεις του Φ. Σπίτα και του Χ. Μπέλερμαν, ο οποίος τον μύησε στην πολυφωνία. Εργάστηκε ως καθηγητής στο… … Dictionary of Greek
Βαν Λιντ, Πέτερ — (Peter Van Lint, Αμβέρσα 1609 – 1690). Βέλγος ζωγράφος. Πήγε στην Ιταλία και ζωγράφισε στη Ρώμη, στην Παναγία του Λαού (Μαντόνα ντελ Πόπολο). Τα σπουδαιότερα έργα του βρίσκονται στον καθεδρικό ναό της Όστια. Όταν γύρισε στην πατρίδα του,… … Dictionary of Greek
Γιάκομπσεν, Γενς Πέτερ — (Jens Peter Jacobsen, Τίστεντ 1847 – 1885). Δανός συγγραφέας. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε σε στενή επαφή με τη φύση. Σπούδασε φυσική και χημεία στην Κοπεγχάγη και μετά βοτανική. Οπαδός του Δαρβίνου, μετέφρασε τα έργα του και διέδωσε τις… … Dictionary of Greek